Greek Meaning of belayed

καθυστερημένος

Other Greek words related to καθυστερημένος

Definitions and Meaning of belayed in English

Webster

belayed ()

of Belay

FAQs About the word belayed

καθυστερημένος

of Belay

σφιγμένος,κλειδωμένος,ψαλιδισμένο,στερεωμένο,κρεμασμένος (κρεμασμένη),προσχώρησε,καρφωμένο,δεμένος,προσκολλημένο,προσαρτημένο

αποσυνδεδεμένο,δυσλειτουργικός,αποσπασματικός,αποκομμένος,αποσυνδεδεμένος,Διασπασμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χαλαρός,χαλαρός

belay => ασφαλίζει, belaud => επαινέω, belau => Παλάου, belating => καθυστέρηση, belatedly => Αργοπορημένα,