Greek Meaning of tacked
καρφωμένος
Other Greek words related to καρφωμένος
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- αποσυνδεδεμένος
- διαιρεμένος
- Διαζευγμένος
- χωρισμένοι
- διαχωρισμένος
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- διασπασμένος
- απομακρυσμένο
- ανέτρεψε
- χαλαρός
- ξεκρεμασμένο
- Χώρισαν
- δυσλειτουργικός
- αποσπασματικός
- αποκομμένος
- Διασπασμένος
- χαλαρός
- χαλαρός
- Αδεσμευτος
- ανύδαχτος
- ελεύθερος
- απελευθέρωσα
- Άσχετος
Nearest Words of tacked
Definitions and Meaning of tacked in English
tacked (imp. & p. p.)
of Tack
FAQs About the word tacked
καρφωμένος
of Tack
αποκλίνων,διαφοροποιήθηκε,έγνεψε,στρεμμένος,στράφηκε,Διαγώνια,παρακάμψει,διπλασιασμένο (πίσω),κουρεμένο,αποφεύγω
αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χωρισμένοι,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,διασπασμένος
tack together => ράβω πρόχειρα, tack on => προσθέτω, tack hammer => πένσα χτυπήματος καρφιών, tack => καρφίτσα, tacitus => Τάκιτος,