Greek Meaning of tacked

καρφωμένος

Other Greek words related to καρφωμένος

Definitions and Meaning of tacked in English

Webster

tacked (imp. & p. p.)

of Tack

FAQs About the word tacked

καρφωμένος

of Tack

αποκλίνων,διαφοροποιήθηκε,έγνεψε,στρεμμένος,στράφηκε,Διαγώνια,παρακάμψει,διπλασιασμένο (πίσω),κουρεμένο,αποφεύγω

αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χωρισμένοι,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,διασπασμένος

tack together => ράβω πρόχειρα, tack on => προσθέτω, tack hammer => πένσα χτυπήματος καρφιών, tack => καρφίτσα, tacitus => Τάκιτος,