Greek Meaning of tackler

παίκτης που κάνει τάκλινγκ

Other Greek words related to παίκτης που κάνει τάκλινγκ

Definitions and Meaning of tackler in English

Wordnet

tackler (n)

a football player who tackles the ball carrier

FAQs About the word tackler

παίκτης που κάνει τάκλινγκ

a football player who tackles the ball carrier

συσκευή,εξοπλισμός,γρανάζι,κιτ,υλικό(ά),πράγματα,εξαρτήματα,αξεσουάρ,εγκαταστάσεις,υλικό

αποφεύγω,αποφεύγω,αποφεύγω,τριγυρνώ,αδρανής,καθυστέρηση,ακαταστασία,παίξε,τσιμπάω,ασήμαντο

tackled => αντιμετωπίζονται, tackle => αντιμετωπίζω, tacking => τακάρισμα, tackiness => κολλητικότητα, tackey => κακόγουστος,