Greek Meaning of tacker
Συρραπτικό
Other Greek words related to Συρραπτικό
- Προσθήκη
- όμορος
- παράρτημα
- Προσάρτημα
- συνημμένο
- επεκτείνω
- εισάγω
- προσθέτω
- επίθημα
- ενισχύω
- αυξάνω
- ενισχύω
- συμπλήρωμα
- σύνθετο
- επιμηκύνω
- επιβάλλω
- βελτιώνω
- διευρύνω
- Αναβάθμιση
- επεκτείνω
- δένω
- επισκευή
- Μόσχευμα
- αυξάνω
- εμπόδιο
- αύξηση
- εγχέω
- ενίω
- εισαγωγή
- Εντατικοποιώ
- διαπερνώ
- επιμηκύνω
- μεγενθύνω
- Μεγιστοποιώ
- πολλαπλασιάζω
- παρατείνω
- παρατείνειν
- ανυψώνω
- ενισχύω
- ενισχύω
- ενισχύω
- συμπλήρωμα
- προμήθεια
- ετικέτα
- γραβάτα
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- (πρήζομαι)
Nearest Words of tacker
Definitions and Meaning of tacker in English
tacker (n)
a worker who fastens things by tacking them (as with tacks or by spotwelding)
a sewer who fastens a garment with long loose stitches
a hand-held machine for driving staples home
tacker (n.)
One who tacks.
FAQs About the word tacker
Συρραπτικό
a worker who fastens things by tacking them (as with tacks or by spotwelding), a sewer who fastens a garment with long loose stitches, a hand-held machine for d
Προσθήκη,όμορος,παράρτημα,Προσάρτημα,συνημμένο,επεκτείνω,εισάγω,προσθέτω,επίθημα,ενισχύω
μειώνω,κόβω,αφαιρώ,διαχωρίζω,αποσύνδεση,απομίμηση,μειώνω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ
tacked => καρφωμένος, tack together => ράβω πρόχειρα, tack on => προσθέτω, tack hammer => πένσα χτυπήματος καρφιών, tack => καρφίτσα,