FAQs About the word doubled (back)

διπλασιασμένο (πίσω)

to turn around and return on the same path

γύρισε πίσω,καρφωμένος,απενεργοποιημένο,αποκλίνων,διαφοροποιήθηκε,αποφεύγω,έγνεψε,στρεμμένος,στράφηκε,με ρόδες

No antonyms found.

double-crosses => διπλοπροσωπία, double-crossed => Διπλή προδοσία, double-cross => Διπλή προδοσία, double whammy => διπλό χτύπημα, double doors => διπλές πόρτες,