Greek Meaning of yoked
ζευγαρωμένος
Other Greek words related to ζευγαρωμένος
- αλυσοδεμένο
- συνδεδεμένος
- συζευγμένο
- ενσωματωμένο
- συνδεδεμένος
- τεντωμένο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- συζευγμένο
- παντρεμένος
- εθισμένος
- Αλληλένδετος
- αλληλένδετων
- αλληλοκλειδωμένοι
- προσχώρησε
- συγκολλημένο
- αρθρωτά
- συνδεδεμένος
- τσιμεντωμένος
- συσπειρώθηκε
- Συνδεδεμένο
- Ενσύρματο
- ενωμένος με αρμούς που μοιάζουν με ουρά περιστεριού
- λειωμένος
- αρμονικός
- ενωμένος
- ενσύρματο
Nearest Words of yoked
Definitions and Meaning of yoked in English
yoked (imp. & p. p.)
of Yoke
FAQs About the word yoked
ζευγαρωμένος
of Yoke
αλυσοδεμένο,συνδεδεμένος,συζευγμένο,ενσωματωμένο,συνδεδεμένος,τεντωμένο,συνδυασμένος,σύνθετος,συζευγμένο,παντρεμένος
αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,δυσλειτουργικός,αποσπασματικός,Διασπασμένος,διαιρεμένος,διαχωρισμένος,διαχωρίζω,απομακρυσμένο,ξεκουμπωμένος
yokeage => Yokeage, yoke => ζυγός, yojan => Yojana, yoit => ναι, yoicks => γιαοίκς,