Greek Meaning of welded

συγκολλημένο

Other Greek words related to συγκολλημένο

Definitions and Meaning of welded in English

Webster

welded (imp. & p. p.)

of Weld

FAQs About the word welded

συγκολλημένο

of Weld

τσιμεντωμένος,συσπειρώθηκε,συνδυασμένος,λειωμένος,τεντωμένο,ενωμένος,ενσύρματο,αρθρωτά,συνδεδεμένος,Ενσύρματο

αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,δυσλειτουργικός,αποσπασματικός,Διασπασμένος,διαιρεμένος,διαχωρισμένος,διαχωρίζω,απομακρυσμένο,ξεκουμπωμένος

weldable => συγκολλήσιμο, weld steel => Συγκόλληση χάλυβα, weld => Συγκόλληση, welcoming committee => Επιτροπή υποδοχής, welcoming => φιλόξενος,