Greek Meaning of strung
τεντωμένο
Other Greek words related to τεντωμένο
Nearest Words of strung
Definitions and Meaning of strung in English
strung (a)
that is on a string
FAQs About the word strung
τεντωμένο
that is on a string
συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,με σπείρωμα,υφαντός,αλυσοδεμένο,Συνδεδεμένο,διάσπαρτος,αλληλένδετος,προσχώρησε,αλληλένδετος
No antonyms found.
struma => Βρογχοκήλη, strum => ξετρυπώνω, struggling => αγωνιζόμενος, struggler => παλαιστής, struggle => Αγώνας,