Greek Meaning of interspersed
διάσπαρτος
Other Greek words related to διάσπαρτος
Nearest Words of interspersed
- interspersing => παρεμβάλλοντας
- interspersion => Εντρύφημα
- interspinal => μεσοσπονδυλικός
- interspinous => μεσοσπονδύλιος
- interspiration => έμπνευση
- interstapedial => Μεσοσταπεδικός
- interstate => διακρατικός
- interstate commerce commission => Διεθνή Επιτροπή Εμπορίου
- interstate highway => Διαπολιτεϊκή υπεραστική οδός
- interstellar => διαστρικός
Definitions and Meaning of interspersed in English
interspersed (imp. & p. p.)
of Intersperse
FAQs About the word interspersed
διάσπαρτος
of Intersperse
μικτός,υφαντός,εναλλασσόμενος,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),τοποθετημένος,αλληλένδετος,αναμεμειγμένος,Υφαντό,παρατεθειμένος
αποκλείστηκε,Εξαιρούμενος,εξαγόμενος,αποσύρθηκε,αφαιρείται,αποσπασμένος,εκτοπισμένος,εκδιωκόμενος,απορριπτόμενος,αφαιρείται
intersperse => παρεμβάλλω, interspersal => Διασπορά, interspeech => Interspeech, interspecific => ειδικό, interspecies => διαειδικό,