Greek Meaning of threaded

με σπείρωμα

Other Greek words related to με σπείρωμα

Definitions and Meaning of threaded in English

Wordnet

threaded (a)

(of bolts or screws) having screw threads

Webster

threaded (imp. & p. p.)

of Thread

FAQs About the word threaded

με σπείρωμα

(of bolts or screws) having screw threadsof Thread

διάσπαρτος,υφαντός,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),τοποθετημένος,αλληλένδετος,Υφαντό,δεμένο,μικτός,αλμυρός

No antonyms found.

threadbareness => φθαρμένος, threadbare => φθαρμένος, thread maker => Κατασκευαστής κλωστών, thread blight => Σήψη νήματος, thread => νήμα,