Greek Meaning of threadbareness

φθαρμένος

Other Greek words related to φθαρμένος

Definitions and Meaning of threadbareness in English

Webster

threadbareness (n.)

The state of being threadbare.

FAQs About the word threadbareness

φθαρμένος

The state of being threadbare.

ερειπωμένος,παραμελημένος,εγκαταλελειμμένος,σπασμένο,έρημος,γαϊδουρόαυτη,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,σκοροφαγωμένος

ολοκαίνουργιο,φρέσκος,διατηρήθηκε,συντηρημένο,νέος,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,φανταχτερός,φροντισμένοι

threadbare => φθαρμένος, thread maker => Κατασκευαστής κλωστών, thread blight => Σήψη νήματος, thread => νήμα, thraw => τραβάω,