FAQs About the word wove

υφαίνω

of Weave, of Weave, p. pr. & rare vb. n. of Weave.

μικτός,πλεγμένο,μπλεγμένος,αλληλένδετος,Υφαντό,διαπλεκόμενος,δεμένο,μικτός,διπλωμένα,Στριμμένο

μπερδεμένος,χαλαρό,Ξεμπερδεμένος,ξετυλιγμένο,ξετυλιγμένος

wou-wou => γαβ γαβ, wourali => κουράρε, woundy => τραυματισμένος, woundwort => Κομφρέι, woundless => άτρωτος,