Greek Meaning of writhed

στριφογύρισε

Other Greek words related to στριφογύρισε

Definitions and Meaning of writhed in English

Wordnet

writhed (s)

twisted (especially as in pain or struggle)

Webster

writhed (imp.)

of Writhe

Webster

writhed (p. p.)

of Writhe

FAQs About the word writhed

στριφογύρισε

twisted (especially as in pain or struggle)of Writhe, of Writhe

Στριμμένο,υφαντός,μικτός,πλεγμένο,Εμπλεγμένο,μπλεγμένος,εμπλεκόμενος,αλληλένδετος,Υφαντό,διαπλεκόμενος

μπερδεμένος,χαλαρό,Ξεμπερδεμένος,ξετυλιγμένο,ξετυλιγμένος

writhe => σπαρταράω, writership => συγγραφή, writer's name => Όνομα συγγραφέα, writer's cramp => Σπασμός του συγγραφέα, writer's block => συγγραφικό μπλοκ,