Greek Meaning of merged
συγχωνευμένο
Other Greek words related to συγχωνευμένο
- μικτός
- συνδυασμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- βρώμικος
- λερωμένος
- συσπειρώθηκε
- σύνθετος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- Μολυσμένος
- βρώμικος
- Κηλιδωμένος
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- Μολυσμένο
- Νοθευμένο
- κράμα
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος με μούργα
- φθηνή, φτηνή
- Μολυσμένος
- Αραίωση
- αραιωμένο
- παραποιημένο
- Ακάθαρτος
- Φλιδωτός
- μολυσμένος
- μολυσμένος
- αραιωμένος
- Ακατέργαστος
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- συμπυκνωμένος
- φιλτραρισμένο
- καλό
- καθαρός
- απλός
- καθαρός
- εκλεπτυσμένος
- ίσιος
- δυνατός
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- διευκρίνισε
- στείρος
- ασύνδετος
- Εξαιρετικά καθαρό
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
- Καθαρός
- άμωμος
- παστεριωμένο / παστεριωμένος
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρωση
- αμόλυντος
Nearest Words of merged
- mergenthaler => Μέρτζενθαλέρ
- merger => Συγχώνευση
- merger agreement => Συμφωνία συγχώνευσης
- merging => συγχώνευση
- mergus => Μερμηγκιάρης
- mergus albellus => Δύτης ο μικρόσωμος
- mergus merganser => Κακαβιάρης
- mergus merganser americanus => Αμερικανικό κατσικοπούλι
- mergus serrator => Στοιχειωτής
- mericarp => μερίδιο
Definitions and Meaning of merged in English
merged (s)
formed or united into a whole
merged (imp. & p. p.)
of Merge
FAQs About the word merged
συγχωνευμένο
formed or united into a wholeof Merge
μικτός,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),αναμεμιγμένα,μικτός,μικτός,αναμεμειγμένος,ανάμικτος,βρώμικος,λερωμένος
συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δυνατός,ατόφιος
merge => συγχώνευση, merganser => Μερής, meretriciously => εταιρικά, meretricious => επιδεικτικός, merestone => μεθόριον,