Greek Meaning of merged

συγχωνευμένο

Other Greek words related to συγχωνευμένο

Definitions and Meaning of merged in English

Wordnet

merged (s)

formed or united into a whole

Webster

merged (imp. & p. p.)

of Merge

FAQs About the word merged

συγχωνευμένο

formed or united into a wholeof Merge

μικτός,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),αναμεμιγμένα,μικτός,μικτός,αναμεμειγμένος,ανάμικτος,βρώμικος,λερωμένος

συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δυνατός,ατόφιος

merge => συγχώνευση, merganser => Μερής, meretriciously => εταιρικά, meretricious => επιδεικτικός, merestone => μεθόριον,