Greek Meaning of maculated

Κηλιδωμένος

Other Greek words related to Κηλιδωμένος

Definitions and Meaning of maculated in English

Webster

maculated (a.)

Having spots or blotches; maculate.

maculated

marked with spots, impure, besmirched

FAQs About the word maculated

Κηλιδωμένος

Having spots or blotches; maculate.marked with spots, impure, besmirched

Befouled = Βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,κακομαθημένος,Μολυσμένο

καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος,ατόφιο,αδιάλυτος

maculate => Φλιδωτός, macular edema => οίδημα ωχράς κηλίδας, macular degeneration => Εκφύλιση ωχράς κηλίδας, macular area => Ωχρή κηλίδα, maculae => Κηλίδες,