Greek Meaning of cheapened
φθηνή, φτηνή
Other Greek words related to φθηνή, φτηνή
- μικτός
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- κατευνασμένος
- παραποιημένο
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- κακομαθημένος
- Νοθευμένο
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- λερωμένος
- συσπειρώθηκε
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- βεβηλωμένος
- αραιωμένο
- Μολυσμένος
- βρώμικος
- μολυσμένος
- λερωμένος
- μολυσμένος
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- Μολυσμένο
- κράμα
- βρώμικος με μούργα
- Αραίωση
- Ακάθαρτος
- Φλιδωτός
- Κηλιδωμένος
- αραιωμένος
- Ακατέργαστος
- εξασθενημένος
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- συμπυκνωμένος
- φιλτραρισμένο
- καλό
- καθαρός
- απλός
- καθαρός
- εκλεπτυσμένος
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- διευκρίνισε
- παστεριωμένο / παστεριωμένος
- στείρος
- ίσιος
- δυνατός
- ασύνδετος
- Εξαιρετικά καθαρό
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
- Καθαρός
- άμωμος
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρωση
- αμόλυντος
Nearest Words of cheapened
Definitions and Meaning of cheapened in English
cheapened (imp. & p. p.)
of Cheapen
FAQs About the word cheapened
φθηνή, φτηνή
of Cheapen
μικτός,συνδυασμένος,σύνθετος,κατευνασμένος,παραποιημένο,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),συγχωνευμένο,αναμεμιγμένα,μικτός,κακομαθημένος
συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος
cheapen => φτηνύνω, cheap shot => Φτηνιάρικο κόλπο, cheap money => φτηνά χρήματα, cheap => φτηνός, che guevara => Τσε Γκεβάρα,