Greek Meaning of meretriciously

εταιρικά

Other Greek words related to εταιρικά

Definitions and Meaning of meretriciously in English

Wordnet

meretriciously (r)

in a meretricious manner

FAQs About the word meretriciously

εταιρικά

in a meretricious manner

εξαιρετικό,εμφανής,εξαίρετος,δραματικός,φανταχτερός,εντυπωσιακός,δυνατός,αισθητός,Εξαιρετικός,αντιληπτό

κρυμμένο,αχνός,Αδύναμος,κρυμμένος,ασήμαντος,ασαφής,καλυμμένος,λεπτός,αδιάφορος,ασήμαντο

meretricious => επιδεικτικός, merestone => μεθόριον, merestead => αγρόκτημα, meresman => τοπογράφος, merenchyma => παρέγχυμα,