Greek Meaning of coupled
συζευγμένο
Other Greek words related to συζευγμένο
Nearest Words of coupled
Definitions and Meaning of coupled in English
coupled (s)
joined together especially in a pair or pairs
connected by a link, as railway cars or trailer trucks
FAQs About the word coupled
συζευγμένο
joined together especially in a pair or pairs, connected by a link, as railway cars or trailer trucks
παρακείμενος,Επισυναπτόμενος,συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,συνοδεύεται,γειτονικός,παρακολούθησε,επικοινωνία,Συνεχής,δίπλα
μόνος,μόνος,μοναχικός,ανύπαντρος,μοναχικός,ασυνόδευτος,μοναχικός,σόλο,δίχως επίβλεψη,εγκαταλελειμμένος
couple up => ζευγάρι, couple on => ζευγάρι σε, couple => Ζευγάρι, couperin => Couperin, coupe => Κουπέ,