Greek Meaning of battened

ενισχυμένος

Other Greek words related to ενισχυμένος

Definitions and Meaning of battened in English

Webster

battened (imp. & p. p.)

of Batten

FAQs About the word battened

ενισχυμένος

of Batten

προσκολλημένο,προσαρτημένο,καθυστερημένος,μπουλονάρω,κουμπωμένο,σταθεροποιημένο,στερεωμένο,κολλημένος,κρεμασμένος,μαστιγωμένος

αποσυνδεδεμένο,δυσλειτουργικός,αποκομμένος,αποσυνδεδεμένος,Διασπασμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χαλαρός,χωρισμένοι,διαχωρισμένος

batten down => δένω, batten => καδρόνι, batteler => μαθητής, battel => μάχη, batted => χτύπησε,