Greek Meaning of glued
κολλημένος
Other Greek words related to κολλημένος
Nearest Words of glued
Definitions and Meaning of glued in English
glued (s)
affixed or as if affixed with glue or paste
glued (imp. & p. p.)
of Glue
FAQs About the word glued
κολλημένος
affixed or as if affixed with glue or pasteof Glue
αγκυροβολημένος,Επισυναπτόμενος,δεσμευμένος,τσιμεντωμένος,σταθεροποιημένο,ενσωματωμένο,κατεψυγμένο,μαρμελάδα,κολλημένος,σφηνωμένος
αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,μετατοπίστηκε,απελευθερωμένος,χαλαρός,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος,ελεύθερος
glue => Κόλλα, glucotrol => Γλυκοτρόλη, glucosuria => γλυκοζουρία, glucoside => γλυκοσίδη, glucose tolerance test => Δοκιμασία ανοχής γλυκόζης,