Greek Meaning of clamped
σταθεροποιημένο
Other Greek words related to σταθεροποιημένο
Nearest Words of clamped
Definitions and Meaning of clamped in English
clamped (imp. & p. p.)
of Clamp
FAQs About the word clamped
σταθεροποιημένο
of Clamp
αγκυροβολημένος,δεσμευμένος,τσιμεντωμένος,ενσωματωμένο,κολλημένος,Επισυναπτόμενος,δεμένος,εδραιωμένος,στερεωμένο,κατεψυγμένο
αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,απελευθερωμένος,χαλαρός,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος,ελεύθερος,Ατελείωτος
clampdown => καταστολή, clamp down => καταστέλλω, clamp => Κλιπ, clamouring => Θορυβώδης, clamour => Θόρυβος,