Greek Meaning of clenched
σφιγμένος
Other Greek words related to σφιγμένος
- σφιγμένος
- σφιχτό
- πραγματοποιήθηκε
- φόρεσε
- κρατιέμαι (από)
- άρπαξε
- σακουλιασμένος
- βαρετός
- αιχμαλωτισμένος
- πιάστηκε
- αγκάλιασμα
- Γιακάς
- περιφραγμένος
- αγκαλιάστηκε
- Τσόχα
- δακτυλωτός
- πάλεψε
- άρπαξε
- χειρίστηκε
- κρατούσε
- εθισμένος
- Αγκαλιάστηκε
- κράτησε
- προσγειώθηκε
- κλειδωμένος (σε ή σε)
- καρφωμένος
- με πόδια
- κατάσχεται
- εξαντλημένο
- παγιδευμένος
- αρπάχτηκε
- πήρε
- παγιδευμένος
Nearest Words of clenched
- clench => σφίγγω
- clementine tree => Κλημεντίνη
- clementine => κλημεντίνη
- clement xiv => Πάπας Κλήμης ΙΔ'
- clement xi => Κλήμης ΙΑ΄
- clement vii => Κλήμης Ζ΄
- clement richard attlee => Κλέμεντ Ρίτσαρντ Άτλι
- clement philibert leo delibes => Κλεμέντ Φιλιμπέρ Λέο Ντελίμπ
- clement iii => clement iii
- clement attlee => Κλέμεντ Άτλι
Definitions and Meaning of clenched in English
clenched (s)
closed or squeezed together tightly
FAQs About the word clenched
σφιγμένος
closed or squeezed together tightly
σφιγμένος,σφιχτό,πραγματοποιήθηκε,φόρεσε,κρατιέμαι (από),άρπαξε,σακουλιασμένος,βαρετός,αιχμαλωτισμένος,πιάστηκε
έπεσε,έδωσε,παραδομένο,παραχωρηθεί,παραδόθηκε,παραιτήθηκε,διανεμήθηκε,παραδίδονται,κυκλοφόρησε,παραιτήθηκε
clench => σφίγγω, clementine tree => Κλημεντίνη, clementine => κλημεντίνη, clement xiv => Πάπας Κλήμης ΙΔ', clement xi => Κλήμης ΙΑ΄,