Greek Meaning of clenched

σφιγμένος

Other Greek words related to σφιγμένος

Definitions and Meaning of clenched in English

Wordnet

clenched (s)

closed or squeezed together tightly

FAQs About the word clenched

σφιγμένος

closed or squeezed together tightly

σφιγμένος,σφιχτό,πραγματοποιήθηκε,φόρεσε,κρατιέμαι (από),άρπαξε,σακουλιασμένος,βαρετός,αιχμαλωτισμένος,πιάστηκε

έπεσε,έδωσε,παραδομένο,παραχωρηθεί,παραδόθηκε,παραιτήθηκε,διανεμήθηκε,παραδίδονται,κυκλοφόρησε,παραιτήθηκε

clench => σφίγγω, clementine tree => Κλημεντίνη, clementine => κλημεντίνη, clement xiv => Πάπας Κλήμης ΙΔ', clement xi => Κλήμης ΙΑ΄,