Greek Meaning of held

πραγματοποιήθηκε

Other Greek words related to πραγματοποιήθηκε

Definitions and Meaning of held in English

Wordnet

held (a)

occupied or in the control of; often used in combination

Webster

held ()

imp. & p. p. of Hold.

Webster

held (imp. & p. p.)

of Hold

FAQs About the word held

πραγματοποιήθηκε

occupied or in the control of; often used in combinationimp. & p. p. of Hold., of Hold

φόρεσε,σφιγμένος,σφιγμένος,άρπαξε,σφιχτό,κρατιέμαι (από),κρατούσε,πήρε,σακουλιασμένος,βαρετός

έπεσε,έδωσε,παραδομένο,παραχωρηθεί,παραδόθηκε,παραιτήθηκε,διανεμήθηκε,παραδίδονται,κυκλοφόρησε,παραιτήθηκε

helcoplasty => Ελικοπλαστική, helamys => ελάmys, hela => Χέλα, hel => κόλαση, hektometer => εκατόμετρο,