Greek Meaning of held
πραγματοποιήθηκε
Other Greek words related to πραγματοποιήθηκε
- φόρεσε
- σφιγμένος
- σφιγμένος
- άρπαξε
- σφιχτό
- κρατιέμαι (από)
- κρατούσε
- πήρε
- σακουλιασμένος
- βαρετός
- αιχμαλωτισμένος
- πιάστηκε
- αγκάλιασμα
- Γιακάς
- περιφραγμένος
- αγκαλιάστηκε
- Τσόχα
- δακτυλωτός
- πάλεψε
- άρπαξε
- χειρίστηκε
- εθισμένος
- Αγκαλιάστηκε
- κράτησε
- προσγειώθηκε
- κλειδωμένος (σε ή σε)
- Σύλληψη
- καρφωμένος
- με πόδια
- κατάσχεται
- εξαντλημένο
- παγιδευμένος
- αρπάχτηκε
- παγιδευμένος
Nearest Words of held
- hele => φωτοστέφανος
- helen => Ελένη
- helen adams keller => Ελένη Άνταμς Κέλερ
- helen hayes => Έλεν Χέιζ
- helen hunt jackson => Έλεν Χαντ Τζάκσον
- helen keller => Ελένη Κέλερ
- helen laura sumner woodbury => Έλεν Λόρα Σούμνερ Γούντμπερι
- helen maria fiske hunt jackson => Έλεν Μαρία Φισκ Χαντ Τζάκσον
- helen newington wills => Έλεν Νιούινγκτον Γουίλς
- helen of troy => Ελένη της Τροίας
Definitions and Meaning of held in English
held (a)
occupied or in the control of; often used in combination
held ()
imp. & p. p. of Hold.
held (imp. & p. p.)
of Hold
FAQs About the word held
πραγματοποιήθηκε
occupied or in the control of; often used in combinationimp. & p. p. of Hold., of Hold
φόρεσε,σφιγμένος,σφιγμένος,άρπαξε,σφιχτό,κρατιέμαι (από),κρατούσε,πήρε,σακουλιασμένος,βαρετός
έπεσε,έδωσε,παραδομένο,παραχωρηθεί,παραδόθηκε,παραιτήθηκε,διανεμήθηκε,παραδίδονται,κυκλοφόρησε,παραιτήθηκε
helcoplasty => Ελικοπλαστική, helamys => ελάmys, hela => Χέλα, hel => κόλαση, hektometer => εκατόμετρο,