Greek Meaning of clung (to)

κρατιέμαι (από)

Other Greek words related to κρατιέμαι (από)

Definitions and Meaning of clung (to) in English

clung (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word clung (to)

κρατιέμαι (από)

υπερασπίστηκε,τηρούσε (σε),στάθηκε,κολλημένος (σε ή με),αποδεκτό,υιοθετημένος,απολογούσε,επιβεβαιωμένο,Καλλιεργούμενος,αγκαλιάστηκε

εγκαταλελειμμένος,έρημος,εγκατέλειψε,παραιτήθηκε,ακυρώθηκε,περιφρονημένος,αποσύρθηκε,λιποτάκτης (από),διαφώνησε (με),παραιτήθηκε

clumped => συσσωματωμένος, cluing (in) => υπονοώντας (σε), cluelessness => άγνοια, clueing (in) => ένδειξη, clued (in) => πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι),