Greek Meaning of coacted

εξαναγκασμένος

Other Greek words related to εξαναγκασμένος

Definitions and Meaning of coacted in English

coacted

to act or work together

FAQs About the word coacted

εξαναγκασμένος

to act or work together

συμπρωταγωνίστησε,συμπρωταγωνίστησε,παρουσίασε (ως),πρωταγωνιστεί (σε),που παίχτηκε,μιμήθηκε,κλόουν,θεσπισμένος,ζαμπόν,απομίμησε

No antonyms found.

coaches => προπονητές, C-notes => Χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων, clutters => ακαταστασία, clusters => ομάδες, clunks => κρότοι,