Greek Meaning of starred (in)
πρωταγωνιστεί (σε)
Other Greek words related to πρωταγωνιστεί (σε)
- ενήργησε
- που παίχτηκε
- θεσπισμένος
- απομίμησε
- προσωποποίησε
- ερμηνευμένη
- μεταμφιεσμένος
- μιμήθηκε
- εκτέλεσε
- παίζω
- παίζεται
- απεικονιζόμενος
- παρουσίασε (ως)
- μιμήθηκε
- κλόουν
- Συντελεστικός
- εξαναγκασμένος
- συμπρωταγωνίστησε
- απεικονίζεται
- έκανε
- δραματοποιημένο
- ζαμπόν
- έκανε μιμική
- μίμησε
- αποδομένο
- εκπροσωπούμενος
- ρόλος
- Ρόλοplay
- ανέλαβε
- συμπρωταγωνίστησε
- Υπερβολικός
- υπερβολική
- χαμηλότονος
Nearest Words of starred (in)
- staring down => κοιτάζοντας προς τα κάτω
- staring daggers => Δολοφονικά βλέμματα
- stargazed => χάζευε τα άστρα
- stares => Κοιτάζει επίμονα
- stared down => Κοιτούσε επίμονα
- stared daggers => κοιτάζω με μαχαίρια
- stared => κοίταξε επίμονα
- stare daggers => κοιτάω αγριεμένα
- star-crossed => καταραμένος
- starchiness => αμυλώδες
Definitions and Meaning of starred (in) in English
starred (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word starred (in)
πρωταγωνιστεί (σε)
ενήργησε,που παίχτηκε,θεσπισμένος,απομίμησε,προσωποποίησε ,ερμηνευμένη,μεταμφιεσμένος,μιμήθηκε,εκτέλεσε,παίζω
No antonyms found.
staring down => κοιτάζοντας προς τα κάτω, staring daggers => Δολοφονικά βλέμματα, stargazed => χάζευε τα άστρα, stares => Κοιτάζει επίμονα, stared down => Κοιτούσε επίμονα,