Greek Meaning of roleplayed
Ρόλοplay
Other Greek words related to Ρόλοplay
- που παίχτηκε
- απεικονίζεται
- δραματοποιημένο
- θεσπισμένος
- μίμησε
- παίζω
- παίζεται
- αποδομένο
- εκπροσωπούμενος
- ενήργησε
- μιμήθηκε
- κλόουν
- ζαμπόν
- απομίμησε
- προσωποποίησε
- ερμηνευμένη
- μεταμφιεσμένος
- έκανε μιμική
- μιμήθηκε
- Υπερβολικός
- υπερβολική
- εκτέλεσε
- απεικονιζόμενος
- παρουσίασε (ως)
- ανέλαβε
- χαμηλότονος
- Συντελεστικός
- συμπρωταγωνίστησε
- εξαναγκασμένος
- συμπρωταγωνίστησε
- έκανε
- πρωταγωνιστεί (σε)
Nearest Words of roleplayed
Definitions and Meaning of roleplayed in English
roleplayed
to act out the role of, to represent in action, to play a role, act out
FAQs About the word roleplayed
Ρόλοplay
to act out the role of, to represent in action, to play a role, act out
που παίχτηκε,απεικονίζεται,δραματοποιημένο,θεσπισμένος,μίμησε,παίζω,παίζεται,αποδομένο,εκπροσωπούμενος,ενήργησε
No antonyms found.
role-play => παιχνίδι ρόλων, role models => Πρότυπα, roisterous => Θορυβώδης, roistering => θορυβώδης, roistered => θορυβώ,