Greek Meaning of start (up)
ξεκινώ (αρχίζω)
Other Greek words related to ξεκινώ (αρχίζω)
Nearest Words of start (up)
- star-spangled => Αστροφώτιστο
- stars => άστρα
- starring (in) => πρωταγωνιστεί (σε)
- starred (in) => πρωταγωνιστεί (σε)
- staring down => κοιτάζοντας προς τα κάτω
- staring daggers => Δολοφονικά βλέμματα
- stargazed => χάζευε τα άστρα
- stares => Κοιτάζει επίμονα
- stared down => Κοιτούσε επίμονα
- stared daggers => κοιτάζω με μαχαίρια
Definitions and Meaning of start (up) in English
start (up)
a fledgling business enterprise, the act or an instance of setting in operation or motion
FAQs About the word start (up)
ξεκινώ (αρχίζω)
a fledgling business enterprise, the act or an instance of setting in operation or motion
πήδα,μπουλόνι,συγκλονισμένοι,συσπάζομαι,άλμα,ξαφνιάζω,συστρέφομαι,χλωμιάζω,δεμένος,σκούντημα
καταργώ,κλείσιμο,τέλος,τέλος,Σκάσε,σταματάω,ακυρώνω,σταματώ,ακυρώνω,σταδιακή κατάργηση
star-spangled => Αστροφώτιστο, stars => άστρα, starring (in) => πρωταγωνιστεί (σε), starred (in) => πρωταγωνιστεί (σε), staring down => κοιτάζοντας προς τα κάτω,