Greek Meaning of coacting
συνεργαζόμενος
Other Greek words related to συνεργαζόμενος
- μίμηση
- κλόουνιες
- συμπρωταγωνιστεί
- συμπρωταγωνιστής
- ψήφιση
- Μιμούμενος (masc. sing.)
- μεταμφιεσμένος
- μιμούμενος
- μίμος
- εκπροσώπηση
- πρωταγωνιστεί (σε)
- Υποκριτική
- παίζω με
- απεικονίζοντας
- δραματοποιώντας
- Χάμινγκ
- Προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
- ερμηνεία
- Υπερβολική ερμηνεία
- υπερβολή
- παντομίμα
- αποδίδει
- υποκριτική
- παίζοντας
- απεικονίζοντας
- προσποιούμενος (ότι)
- απόδοση
- Παιχνίδι ρόλων
- αναλαμβάνοντας
- ελαχιστοποιώ
- κάνει
- Ερμηνεία ρόλων
Nearest Words of coacting
Definitions and Meaning of coacting in English
coacting
to act or work together
FAQs About the word coacting
συνεργαζόμενος
to act or work together
μίμηση,κλόουνιες,συμπρωταγωνιστεί,συμπρωταγωνιστής,ψήφιση,Μιμούμενος (masc. sing.),μεταμφιεσμένος,μιμούμενος,μίμος,εκπροσώπηση
No antonyms found.
co-acted => Συντελεστικός, coacted => εξαναγκασμένος, coaches => προπονητές, C-notes => Χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων, clutters => ακαταστασία,