FAQs About the word cluelessness

άγνοια

having or providing no clue, completely or hopelessly bewildered, unaware, ignorant, or foolish

Άγνοια,σκοτάδι,αθωότητα,αφέλεια,Άγνοια,λήθη,Άγνοια,έλλειψη εξοικείωσης,αφέλεια,πρασινάδα

Γνώριμος,συνείδηση,επίγνωση,εμπειρία,οικειότητα,εκλέπτυνση,Γνωστική ικανότητα

clueing (in) => ένδειξη, clued (in) => πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι), clue (in) => Ένδειξη, clucks => γλωσσίσματα , clubs => σύλλογοι,