FAQs About the word know-how

Γνωστική ικανότητα

the (technical) knowledge and skill required to do something

εμπειρία,εξειδίκευση,δεξιότητες,Παϊδάκια,επάρκεια,έμπειρος,Γνώριμος,Φόντο,οικειότητα,οικειότητα

Άγνοια,απειρία,έλλειψη εξοικείωσης,Άγνοια

knower => Γνωστός, know-all => παντογνώστης, knowable => γνωστό, knowa bleness => Γνώση, know what's what => Ξέρω τι γίνεται,