Greek Meaning of delaying

καθυστέρηση

Other Greek words related to καθυστέρηση

Definitions and Meaning of delaying in English

Webster

delaying (p. pr. & vb. n.)

of Delay

FAQs About the word delaying

καθυστέρηση

of Delay

Έρπων,σέρνοντας,επίμονος,σκουντούμπι,ερπετό,αναβάλλω,κωλυσιεργία,ρελαντί,καθυστερημένο,Στέκομαι ακίνητος

δωδεκάδα,κεραυνοβολία,ορμητικός,μάθημα,βέλος,αριστοκρατικός,ιπτάμενος,άρον άρον,βιαστικά,βιαστικός

delayer => καθυστέρηση, delayed allergy => Αλλεργία με καθυστέρηση, delayed action => καθυστερημένη δράση, delayed => καθυστερημένος, delay line => Γραμμή καθυστέρησης,