Greek Meaning of outpacing

Προσπερνώντας

Other Greek words related to Προσπερνώντας

Definitions and Meaning of outpacing in English

outpacing

to surpass in speed, outdo, outrun

FAQs About the word outpacing

Προσπερνώντας

to surpass in speed, outdo, outrun

οδήγηση,προσπέρασμα / προσπέραση,ξεπερνώντας,Επιταχυνόμενος,δωδεκάδα,ανατίναξη,φλεγόμενος,πολυσύχναστος,βόμβος,καταδίωξη

κωλυσιεργία,σέρνοντας,καθυστερημένο,επίμονος,Στέκομαι ακίνητος,σκουντούμπι,Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),πλανόδιος,ερπετό,αναβάλλω

outpaced => υπερνίκησε, out-of-sight => αόρατος, out-migrant => Μετανάστης εκτός χώρας, outmatching => αξεπέραστος, outmatched => πολύ κατώτερος,