Greek Meaning of cracking (on)

σκάσιμο (επί)

Other Greek words related to σκάσιμο (επί)

Definitions and Meaning of cracking (on) in English

cracking (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word cracking (on)

σκάσιμο (επί)

φυσώντας,βόμβος,καταδίωξη,βέλος,οδήγηση,ιπτάμενος,βιαστικά,άλμα,αγώνας,τρέξιμο

Έρπων,ερπετό,επίμονος,σκουντούμπι,Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),κωλυσιεργία,σέρνοντας,καθυστερημένο,Στέκομαι ακίνητος,ανακάτεμα

crackhead => άτομο εθισμένο στο crack, crackerjacks => Κράκερ-τζάκς, cracked wise => έξυπνος, cracked up => σκασμένος, cracked down (on) => καταπιάστηκε έντονα (με),