FAQs About the word crackhead

άτομο εθισμένο στο crack

one who smokes crack

εθισμένος,ναρκωμανής,κακής ποιότητας,Ταχύτητας,χασικλής,Όξινο κεφάλι,επαγγελματική εξουθένωση,Ντόπλερ,δαίμονας,τέρας

μη χρήστης,μη εθισμένος

crackerjacks => Κράκερ-τζάκς, cracked wise => έξυπνος, cracked up => σκασμένος, cracked down (on) => καταπιάστηκε έντονα (με), cracked (on) => ραγισμένος,