FAQs About the word acidhead

Όξινο κεφάλι

an individual who uses LSD

άτομο εθισμένο στο crack,Ταχύτητας,χασικλής,εθισμένος,επαγγελματική εξουθένωση,Ντόπλερ,δαίμονας,τέρας ,Υπερβολική διαφήμιση,ναρκωμανής

μη χρήστης,μη εθισμένος

achromatisms => αχρωματισμοί, achingly => οδυνηρά, aching (for) => ποθώντας (κάτι), achievers => Επιτυχημένοι, achievements => επιτεύγματα,