Greek Meaning of scampering
τρέχοντας
Other Greek words related to τρέχοντας
- καλπάζον
- βιαστικά
- Τζόκινγκ
- τρέξιμο
- τροχάδην
- οριοθέτηση
- αριστοκρατικός
- βιαστικός
- άλμα
- αγώνας
- βιαστικός
- βιαστικός
- παρακάμπτω
- υπερβολική ταχύτητα
- σκόνταμμα
- σκούτερ
- σπριντ
- φερμουάρ
- δωδεκάδα
- βαρέλι
- ζώνη
- ανατίναξη
- φλεγόμενος
- φυσώντας
- κεραυνοβολία
- βομβαρδισμός
- μπόουλινγκ
- πολυσύχναστος
- βόμβος
- καλπάζω
- προσαράζω
- μάθημα
- άρον άρον
- hurling
- υπερβολικά γρήγορα
- γοργός
- ακροφύσια
- Καλπάζω
- τσίμπημα
- θόρυβος
- χαλάζι
- εμβολισμός
- σκίσιμο
- εκτοξευόμενος
- θρόισμα
- βύθιση
- Δάκρυα
- στροβιλιζόμενος
- χτύπημα
- αεράκι
- Τραγικός κανονιού
- βάση
- Ρέγγα
- Τρέχω
- αναπήδησης
- προχωρώντας
- με μεγέθυνση
Nearest Words of scampering
Definitions and Meaning of scampering in English
scampering (p. pr. & vb. n.)
of Scamper
FAQs About the word scampering
τρέχοντας
of Scamper
καλπάζον,βιαστικά,Τζόκινγκ,τρέξιμο,τροχάδην,οριοθέτηση,αριστοκρατικός,βιαστικός,άλμα,αγώνας
πλανόδιος,Έρπων,ερπετό,σέρνοντας,καθυστερημένο,επίμονος,σκουντούμπι,Περίπατος,κουτσός,ανακάτεμα
scamperer => δρομέας, scampered => έτρεξε μακριά, scamper => τρέχω, scampavia => Σκαμπαβία, scamp => παλιόπαιδο,