Greek Meaning of scampish
σκανταλιάρικος
Other Greek words related to σκανταλιάρικος
- σκανταλιάρης
- παιχνιδιάρικο
- κακός
- Τόξο
- διαβολικός
- ξωτικό
- χαρούμενος
- σκανταλιάρης
- απατεώνας
- άτακτος
- ξωτικό
- Ξωτικό
- σκανταλιάρης
- πονηρός
- ατίθασος
- πονηρός
- πανούργος
- πονηρός
- σκανδαλιάρης
- έξυπνος
- ξωτικοειδής
- παιχνιδιάρικο
- αντίκα
- επινοητικός
- πουλάρι
- ντροπαλός
- πονηρός
- πονηρός
- Ενεργητικός
- ζωηρός
- παιχνιδιάρικο
- ομοφυλόφιλος
- γατίσιο
- ανέμελος
- ζωηρός
- ζωηρός
- αθλητικός
- Ζωηρός
- πειράγματα
- πανέξυπνος
- δύσκολος
- Καприτσιόζος
- πονηρός
- αθλητικός
Nearest Words of scampish
Definitions and Meaning of scampish in English
scampish (a.)
Of or like a scamp; knavish; as, scampish conduct.
FAQs About the word scampish
σκανταλιάρικος
Of or like a scamp; knavish; as, scampish conduct.
σκανταλιάρης,παιχνιδιάρικο,κακός,Τόξο,διαβολικός,ξωτικό,χαρούμενος,σκανταλιάρης,απατεώνας,άτακτος
τάφος,ζοφερός,νηφάλιος,επίσημος,πρύμνη,σιωπηλός,σοβαρός
scampi => γαρίδες, scampering => τρέχοντας, scamperer => δρομέας, scampered => έτρεξε μακριά, scamper => τρέχω,