Greek Meaning of leprechaunish
ξωτικοειδής
Other Greek words related to ξωτικοειδής
- σκανταλιάρης
- παιχνιδιάρικο
- κακός
- Τόξο
- διαβολικός
- ξωτικό
- χαρούμενος
- σκανταλιάρης
- απατεώνας
- άτακτος
- ξωτικό
- Ξωτικό
- σκανταλιάρης
- πονηρός
- ατίθασος
- πονηρός
- σκανταλιάρικος
- πανούργος
- πονηρός
- σκανδαλιάρης
- πονηρός
- παιχνιδιάρικο
- αντίκα
- επινοητικός
- πουλάρι
- ντροπαλός
- πονηρός
- πονηρός
- Ενεργητικός
- ζωηρός
- παιχνιδιάρικο
- ομοφυλόφιλος
- γατίσιο
- ανέμελος
- ζωηρός
- παρενόχληση
- ζωηρός
- αθλητικός
- Ζωηρός
- πειράγματα
- πανέξυπνος
- δύσκολος
- Καприτσιόζος
- πονηρός
- αθλητικός
- Δημιουργία προβλημάτων
Nearest Words of leprechaunish
- leprechauns => σκαντζόχοιροι
- lesions => βλάβες
- lessees => μισθωτές
- lessens => λιγότερο
- lessons => μαθήματα
- lessors => εκμισθωτές
- let on (about) => αφήνω να γίνει κατανοητό (για)
- let someone know => ενημερώστε κάποιον
- let the cat out of the bag (about) => Βγάλω το φίδι απ' την τρύπα (για)
- let up (on) => χαλάρωσε (κάτι)
Definitions and Meaning of leprechaunish in English
leprechaunish
a mischievous elf of Irish folklore that some believe will reveal where treasure is hidden if caught, a mischievous elf (see elf sense 1) of Irish folklore usually believed to reveal the hiding place of treasure if caught
FAQs About the word leprechaunish
ξωτικοειδής
a mischievous elf of Irish folklore that some believe will reveal where treasure is hidden if caught, a mischievous elf (see elf sense 1) of Irish folklore usua
σκανταλιάρης,παιχνιδιάρικο,κακός,Τόξο,διαβολικός,ξωτικό,χαρούμενος,σκανταλιάρης,απατεώνας,άτακτος
τάφος,ζοφερός,νηφάλιος,επίσημος,πρύμνη,σιωπηλός,σοβαρός
Leninite => Λενινιστής, Leninist => Λενινιστής, lengthens => επιμηκύνει, lending libraries => Βιβλιοθήκες δανεισμού, lemons => λεμόνι,