FAQs About the word lengthens

επιμηκύνει

to grow longer, to make or become longer, to make longer

επιμηκύνει,επεκτείνει,αυξάνει,παρατείνει,διατάσεις,μεγαλώνει,επεκτείνεται,παρατείνει

Κοψίματα,μειώνει,μειώνει,μειώνει,μειώνει,περικοπές,λιγότερο,παχύνονται

lending libraries => Βιβλιοθήκες δανεισμού, lemons => λεμόνι, leisures => Ελεύθερος χρόνος, leis => νόμοι, leg-pulls => πείραγμα,