Greek Meaning of sportive

αθλητικός

Other Greek words related to αθλητικός

Definitions and Meaning of sportive in English

Wordnet

sportive (a)

relating to or interested in sports

Wordnet

sportive (s)

given to merry frolicking

FAQs About the word sportive

αθλητικός

relating to or interested in sports, given to merry frolicking

παιχνιδιάρικο,αστείος,αντίκα,πουλάρι,απολαυστικό,ξωτικό,Ενεργητικός,ευχάριστος,Διασκεδαστικό,ζωηρός

υπάκουος,σοβαρός,υπεύθυνος,σοβαρός,σοβαρός,νηφάλιος,επίσημος,σκοτεινός,πρύμνη,ευπρεπής

sportingly => αθλητικά, sporting man => αθλητής, sporting life => Η αθλητική ζωή, sporting lady => Αθλήτρια, sporting house => αθλητικό σπίτι,