Greek Meaning of scandalized

σκανδαλισμένος

Other Greek words related to σκανδαλισμένος

Definitions and Meaning of scandalized in English

Webster

scandalized (imp. & p. p.)

of Scandalize

FAQs About the word scandalized

σκανδαλισμένος

of Scandalize

ανήσυχος,έκπληκτος,έκπληκτος,δέος,αηδιασμένος,απογοητευμένος,δυσαρεστημένος,φοβισμένος,τρομοκρατημένος,ναυτία

σίγουρος,γοητευμένος,μαξιλαράκι,Χαρούμενος,δελεαστικός,ευγνώμων,χαρούμενος,χάρηκε,δελεασčený,ευχαριστημένος

scandalize => σκανδαλίζω, scandalization => σκάνδαλο, scandalise => Σκανδαλίζω, scandalisation => σκάνδαλο, scandal => σκάνδαλο,