Greek Meaning of scarified

ουλώδη

Other Greek words related to ουλώδη

Definitions and Meaning of scarified in English

Webster

scarified (imp. & p. p.)

of Scarify

FAQs About the word scarified

ουλώδη

of Scarify

φοβισμένος,φοβισμένος,τρομαγμένος,τρομοκρατημένος,φοβισμένος,ανήσυχος,έκπληκτος,φοβισμένος,τρομοκρατημένος,πανικόβλητος

σίγουρος,επευφημούσαν,παρηγορημένος,καθησυχασμένος,κατευνασμένος,ενθαρρυμένος,ενθάρρυνε,εμπνεόμενος,παρηγορημένος,ενθαρρυμένος

scarificator => σκαριφιστήρας, scarification => ουλή, scaridae => Σκαρίδες, scarfskin => Επιδερμίδα, scarfs => κασκόλ,