Greek Meaning of floored
στο πάτωμα
Other Greek words related to στο πάτωμα
- τρομοκρατημένος
- τρομοκρατημένος
- σοκαρισμένος
- έκπληκτη
- ανήσυχος
- έκπληκτος
- έκπληκτος
- αηδιασμένος
- έκπληκτος
- φοβισμένος
- τράνταγμα
- Εξοργισμένος
- Υπερφορτωμένος
- φοβισμένος
- σοκαρισμένος
- τρομαγμένος
- τρομοκρατημένος
- αναστατωμένος
- φοβισμένος
- έκπληκτος
- δέος
- παγωμένο
- εκφοβισμένος
- Αποθαρρυμένος
- αποσυντονισμένος
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- δυσαρεστημένος
- ανήσυχος
- στεναχωρημένος
- διαταραγμένος
- αποσβολωμένος
- έκπληκτος (ek-pleek-tos)
- ευνουχισμένος
- φοβισμένος
- ναυτία
- προσβεβλημένος
- Υπερδύναμος
- πανικόβλητος
- ταραγμένος
- απωθήθηκε
- εξεγερμένος
- σκανδαλισμένος
- ουλώδη
- άρρωστος
- έκθαμβος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- ανήσυχος
- έκπληκτος
- τρομαγμένος
- Έκπληκτος
- φοβισμένος
- τρομοκρατημένος
- απενεργοποιημένο
Nearest Words of floored
Definitions and Meaning of floored in English
floored (a)
provided with a floor
floored (imp. & p. p.)
of Floor
FAQs About the word floored
στο πάτωμα
provided with a floorof Floor
τρομοκρατημένος,τρομοκρατημένος,σοκαρισμένος,έκπληκτη,ανήσυχος,έκπληκτος,έκπληκτος,αηδιασμένος,έκπληκτος,φοβισμένος
μαξιλαράκι,Χαρούμενος,ευγνώμων,χαρούμενος,χάρηκε,δελεασčený,ευχαριστημένος,buffer,σίγουρος,γοητευμένος
floorboard => Σανίδα δαπέδου, floorage => επιφάνεια δαπέδου, floor wax => Κερί δαπέδου, floor show => βραδινή παράσταση, floor plan => Κατόψι,