Greek Meaning of floored

στο πάτωμα

Other Greek words related to στο πάτωμα

Definitions and Meaning of floored in English

Wordnet

floored (a)

provided with a floor

Webster

floored (imp. & p. p.)

of Floor

FAQs About the word floored

στο πάτωμα

provided with a floorof Floor

τρομοκρατημένος,τρομοκρατημένος,σοκαρισμένος,έκπληκτη,ανήσυχος,έκπληκτος,έκπληκτος,αηδιασμένος,έκπληκτος,φοβισμένος

μαξιλαράκι,Χαρούμενος,ευγνώμων,χαρούμενος,χάρηκε,δελεασčený,ευχαριστημένος,buffer,σίγουρος,γοητευμένος

floorboard => Σανίδα δαπέδου, floorage => επιφάνεια δαπέδου, floor wax => Κερί δαπέδου, floor show => βραδινή παράσταση, floor plan => Κατόψι,