FAQs About the word offended

προσβεβλημένος

emotionally hurt or upset or annoyedof Offend

έπεσε,παραβιάζω,περιπλανήθηκε,παραβίασε το νόμο,λάθεψε,Έπεσε σε δυσμένεια,παραβιασμένο,αμάρτησε,παρεκκλίνας,παραβιάζω

συγχώρεσε,δικαιολογημένη,συγχωρέθηκε,λυπήθηκα,μετανοημένος,μετανιώνω

offendant => προσβλητικός, offend => προσβάλλω, offenceless => ακίνδυνος, offence => αδίκημα, offenbach => Όφενμπαχ,