Greek Meaning of offenseless

ακίνδυνος

Other Greek words related to ακίνδυνος

Definitions and Meaning of offenseless in English

Wordnet

offenseless (s)

incapable of offending or attacking

Webster

offenseless (a.)

Unoffending; inoffensive.

FAQs About the word offenseless

ακίνδυνος

incapable of offending or attackingUnoffending; inoffensive.

έγκλημα,παραβίαση,χρέος,σφάλμα,έγκλημα,παραβίαση νόμου,Κακότητα,Αδίκημα,πλημμέλημα,Αμαρτία

αθωότητα,καλοσύνη,αμεμψία,αθωότητα,ηθική,μη εγκληματικότητα,δικαιοσύνη,αρετή,ἀναμάρτητος,αθωότητα

offenseful => προσβλητικός, offense => παράπτωμα, offendress => : παραβάτης, offending => προσβλητικός, offender => παραβάτης,