Greek Meaning of tempted

δελεασčený

Other Greek words related to δελεασčený

Definitions and Meaning of tempted in English

Webster

tempted (imp. & p. p.)

of Tempt

FAQs About the word tempted

δελεασčený

of Tempt

δελεαστικός,δέλεασε,πεπεισμένος,ελκυστικό,δόλωμα,Γοητευμένος,προδομένος/η,παραπλανημένος,γοητευμένος,γοητευμένος

ειδοποιημένος,προειδοποίησε,προειδοποίησε,οδήγησε (μακριά ή έφυγε),προειδοποιημένος,απωθημένος,απορρίφθηκε,αποφεύχθηκε (από)

temptatious => δελεαστικός, temptationless => χωρίς πειρασμούς, temptation => πειρασμός, temptable => δελεαστικός, temptability => πειρασμός,