Greek Meaning of magnetized
μαγνητισμένος
Other Greek words related to μαγνητισμένος
- αιχμάλωτος
- γοητευμένος
- Χαρούμενος
- γοητευμένος
- δελεαστικός
- γοητευμένος
- ενδιαφέρομαι
- ελκυστικό
- Γοητευμένος
- μαγεμένος
- αφοπλισμένος
- σχεδίασε
- Μαγεμένος
- περιέργως
- σκότωσα
- δέλεασε
- χαρούμενος
- τραβηγμένο
- δελεασčený
- άγριος
- μαγεμένος
- άσκησε έφεση (προς)
- συλληφθείς
- έγνεψε
- έτρεχε από πίσω της
- ενθουσιασμένος
- κατενθουσιασμένος
- ευγνώμων
- προσκαλεσμένος
- ζητούμενος
- ερωτοτροπούσε
Nearest Words of magnetized
- magnetizee => μαγνητίζω
- magnetizer => μαγνητιστές
- magnetizing => μαγνητίζωντας
- magneto => μαγνήτης
- magneto- => μαγνητο-
- magneto-electric => μαγνητοηλεκτρικός
- magnetoelectric machine => Μαγνητοηλεκτρικό μηχάνημα
- magneto-electrical => μαγνητοηλεκτρικό
- magneto-electricity => μαγνητοηλεκτρικότητα
- magnetograph => μαγνητόγραφος
Definitions and Meaning of magnetized in English
magnetized (a)
having the properties of a magnet; i.e. of attracting iron or steel
magnetized (imp. & p. p.)
of Magnetize
FAQs About the word magnetized
μαγνητισμένος
having the properties of a magnet; i.e. of attracting iron or steelof Magnetize
αιχμάλωτος,γοητευμένος,Χαρούμενος,γοητευμένος,δελεαστικός,γοητευμένος,ενδιαφέρομαι,ελκυστικό,Γοητευμένος,μαγεμένος
ενοχλημένος,αηδιασμένος,προσβεβλημένος,απωθήθηκε,εξεγερμένος,βαρετό,κουρασμένος,δυσαρεστημένος,ενοχλημένος,κουρασμένος
magnetize => Μαγνητίζω, magnetization => Μαγνήτιση, magnetizable => μαγνητίσιμο, magnetite => μαγνητίτης, magnetist => Μαγνητιστής,