Greek Meaning of blasting
ανατίναξη
Other Greek words related to ανατίναξη
- Κωφωτικός/-ή/-ό
- δυνατός
- κουδούνισμα.
- βρυχιό
- Βροντερός
- Ανθηρός
- θορυβώδης
- ηχηρός
- εκκωφαντικός
- θορυβώδης
- τρύπημα
- ηχηρός
- οξύς
- ηχηρός
- σταθερός
- βροντερός
- Βροντερός
- θρασύς
- δείπνο
- ασύμφωνος
- σίτα
- σκληρός
- Θορυβώδης
- πολύ δυνατά
- (θλιβερός/η/ό)
- θορυβώδης
- εκκωφαντικός
- κοφτερός
- Εκκωφαντικός
- τρίξιμο
- στριγγός
- θορυβώδης
Nearest Words of blasting
- blasting cap => Καψύλλιο εκρήξεως
- blasting gelatin => Ζελατίνη Εκρηκτικών
- blastment => ανατίναξη
- blastocarpous => βλαστοκαρπικός
- blastocele => Blastokysto
- blastocladia => Blastocladiales
- blastocladiales => Βλαστοκλαδιώδη
- blastocoel => Βλαστοκύστη
- blastocoele => βλαστοκύστη
- blastocoelic => βλαστοκύστη
Definitions and Meaning of blasting in English
blasting (s)
causing injury or blight; especially affecting with sudden violence or plague or ruin
unpleasantly loud and penetrating
blasting (p. pr. & vb. n.)
of Blast
blasting (n.)
A blast; destruction by a blast, or by some pernicious cause.
The act or process of one who, or that which, blasts; the business of one who blasts.
FAQs About the word blasting
ανατίναξη
causing injury or blight; especially affecting with sudden violence or plague or ruin, unpleasantly loud and penetratingof Blast, A blast; destruction by a blas
Κωφωτικός/-ή/-ό,δυνατός,κουδούνισμα.,βρυχιό,Βροντερός,Ανθηρός,θορυβώδης,ηχηρός,εκκωφαντικός,θορυβώδης
νεκρός,ήπιος,Χαμηλός,ήσυχος,σιωπηλός,μαλακός,ακόμα,Ήρεμος,ονειρικός,πνιγηρός
blastide => Βλαστίδη, blaster => Μπλάστερ, blastemic => βλαστικές, blastematic => Blastemický, blastemata => βλαστήματα,