Greek Meaning of earsplitting
εκκωφαντικός
Other Greek words related to εκκωφαντικός
Nearest Words of earsplitting
Definitions and Meaning of earsplitting in English
earsplitting (s)
loud enough to cause (temporary) hearing loss
FAQs About the word earsplitting
εκκωφαντικός
loud enough to cause (temporary) hearing loss
Κωφωτικός/-ή/-ό,δυνατός,κουδούνισμα.,Βροντερός,ανατίναξη,Ανθηρός,θορυβώδης,ηχηρός,θορυβώδης,τρύπημα
νεκρός,ήπιος,Χαμηλός,ήσυχος,σιωπηλός,μαλακός,Ήρεμος,ονειρικός,σιωπηλός,πνιγηρός
earsore => κακοφωνία, earshrift => ωτοσυμβολογραφία, earshot => σε απόσταση ακοής, ear-shell => κοχύλι , ear-shaped => Εν σχήματι αυτιού,